- μπινές
- ο разг пассивный педераст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπινές — ο κίναιδος και ιδίως ο προχωρημένης ηλικίας, που συνήθως αμείβει χρηματικώς τον εραστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω*] … Dictionary of Greek
μπινές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), ο ομοφυλόφιλος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπινελίκι — το 1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ 2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος 3. στον πληθ. τα μπινελίκια α) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτά β) βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. λίκι (πρβλ. καλαμπα λίκι … Dictionary of Greek
πουστόγερος — ο, Ν ο μπινές … Dictionary of Greek